- κουρία
- Υποδιαίρεση του ρωμαϊκού πληθυσμού και τόπος των συνελεύσεών του κατά τη ρωμαϊκή ιστορία. Η πρώτη οργάνωση του ρωμαϊκού λαού ήταν ο καταμερισμός των γενών σε τριάντα κ., οι οποίες με τη σειρά τους σχημάτιζαν τρεις φυλές. Ως βάση της κ. θεωρούσαν τον εδαφικό χώρο που αντιστοιχούσε σε τμήμα της αρχικής Ρώμης. Κάθε κ. είχε ιδιαίτερη ονομασία, δική της λατρεία, τοπικό ναό και χώρο συγκεντρώσεων. Αρχηγός της ήταν ο κουρίων (magister curiae), που είχε κυρίως θρησκευτικά καθήκοντα. Όλες οι κ. μαζί λάτρευαν τον Κουρίτη Δία (Jupiter Quiris) και αποτελούσαν τη ρωμαϊκή πολιτική συνέλευση (Comices Curiates).
Αν η οργάνωση των κ. και η συνέλευση ανάγονται στην εποχή των βασιλιάδων, η παράδοση αποδίδει –καταχρηστικά– την εκλογή του βασιλιά σε αυτήν τη συνέλευση, ιδιαίτερα κατά την ετρουσκική εποχή. Ο ρόλος της τότε ήταν αναμφίβολα συμβουλευτικός. Η παράδοση αυτή διατήρησε ίσως έως την αυτοκρατορική εποχή το μονοπώλιο της συνέλευσης να αποδίδει το αξίωμα (imperium) σε άρχοντες. Η κ., εξάλλου, διατήρησε και διάφορες δικαιοδοσίες θρησκευτικού ή δικαστικού χαρακτήρα (αποφάσεις για τους θεμελιώδεις νόμους των γενών, όπως η μετάβαση ενός πατρίκιου στην τάξη των πληβείων, οι διαθήκες, η υιοθέτηση ενηλίκου, ικανού να διευθύνει τις δικές του υποθέσεις). Αντίθετα, η κουριατική εκκλησία έχασε από την αρχή της εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας τα στρατιωτικά της προνόμια. Κάθε κ. έπρεπε να παρέχει 100 πεζούς (centuria) και 10 ιππείς (decuria).
Στον Τύλλο Οστίλιο αποδίδεται η μετατροπή ενός ναού σε αίθουσα συνελεύσεων των κ., στον οποίο δόθηκε η ονομασία Curia Hostilia. Το κτίριο αυτό έγινε αργότερα η αίθουσα των συνεδριάσεων της Γερουσίας, ανοικοδομήθηκε από τον γιο του Σύλλα και κάηκε το 52 π.Χ. Ο Καίσαρ το μετέθεσε για να ιδρύσει την Αγορά (Forum) και έχτισε την Curia Julia, η οποία αργότερα μεταβλήθηκε σε εκκλησία (638) διατηρώντας την όψη του 4ου αι. μ.Χ. Σταδιακά, η σημασία της λέξης διευρύνθηκε και περιλάμβανε, εκτός από την αίθουσα, και αυτούς που κάθονταν μέσα σε αυτήν –τη Γερουσία– οπότε έχασε κάθε δεσμό με την αρχική της καταγωγή.
Τέλος, στις πόλεις που ήταν υποτελείς ή σύμμαχοι της Ρώμης ή είχαν δημιουργηθεί από αυτήν σύμφωνα με το δικό της πρότυπο, ο όρος κ. επεκτάθηκε στις δημαρχιακές γερουσίες και στους τόπους συγκεντρώσεών τους. Άλλωστε, η κ. κατέληξε να συμβολίζει, μαζί με τη Γερουσία, την ίδια την κυβέρνηση της πόλης και του κόσμου (Urbis et Orbis). Στο γεγονός αυτό μπορεί να οφείλεται ο λόγος που η παποσύνη –η οποία από τα τέλη της αρχαιότητας ισχυριζόταν ότι αντικαθιστούσε την αυτοκρατορία– απέδωσε την ονομασία κ. στο σύνολο των διοικητικών και κυβερνητικών κεντρικών υπηρεσιών της.
* * *κουρία, ἡ (Α)1. ρωμαϊκή φράτρα, υποδιαίρεση τού ρωμαϊκού λαού κατά το αρχαιότατο πολίτευμα τής Ρώμης2. συνεκδ. τόπος συνελεύσεως τής κουρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curia].
Dictionary of Greek. 2013.